βεβηλῶ

βεβηλῶ
βεβηλόω
profane
pres subj act 1st sg
βεβηλόω
profane
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βεβήλῳ — βέβηλος allowable to be trodden masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβήλωι — βεβήλῳ , βέβηλος allowable to be trodden masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβήλωση — η (AM βεβήλωσις) [βεβηλώ] το να βεβηλώνει, να μιαίνει κάποιος κάτι ιερό ή σεβαστό …   Dictionary of Greek

  • βεβηλώνω — (AM βεβηλῶ, όω) [βέβηλος] καθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά του αρχ. μσν. καταλύω, αθετώ («βεβηλοῡντα τὸ Σάββατον») …   Dictionary of Greek

  • συμβεβηλώ — όω, Α βεβηλώνω κι εγώ, διαπράττω κι εγώ βέβηλη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βεβηλῶ (< βέβηλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”